- ὀρεινόν
- ὀρεινόςmountainousmasc acc sgὀρεινόςmountainousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
Hirmine — Ὑρμίνη Hirmine Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes pelasgos, griegos Idioma … Wikipedia Español
πήγανο — το / πήγανον, ΝΜΑ, και απήγανο και απήγανος, ο, Ν φυτό που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ζυγοφυλλίδες και περιλαμβάνει 5 περίπου είδη, σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
ԼԵՌՆԱԿՈՂՄՆ — (ման, մանց.) NBH 1 0883 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ὁρεινόν, να montanum, na. կողմն վայր տեղի լեռնային. *Փախեան ʼի լեռնակողմն: Բնակիչք լեռնակողմանն: Ի քաղաքացն յուդայ՝ եւ ʼի դաշտականաց եւ ʼի լեռնակողմանց: Գնաց ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)